στυπόχαρτο — το βλ. στουπόχαρτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στουπόχαρτο — στουπόχαρτο, το και στυπόχαρτο, το απορροφητικό χαρτί: Πάτησε τα γράμματα με στυπόχαρτο, για να στεγνώσει το μελάνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απορροφητικός — ή, ό 1. ο ικανός ή χρήσιμος για απορρόφηση 2. φρ. «απορροφητικός χάρτης» στυπόχαρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < απορροφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικό Λεξικό των Σχινά Λεβαδέως] … Dictionary of Greek
αστούπωτος — η, ο 1. εκείνος που δεν στουπώθηκε, που δεν έχει φραχθεί με στουπί («βαρέλι αστούπωτο») 2. αυτός που δεν έχει στεγνώσει με στυπόχαρτο … Dictionary of Greek
στουπωτήρι — το, Ν το στυπόχαρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στουπώνω + επίθημα τήρι (πρβλ. σουρω τήρι)] … Dictionary of Greek
στουπόχαρτο — το, Ν βλ. στυπόχαρτο … Dictionary of Greek
στουπώνω — και στυπώνω Ν [στουπί / στυπείο] 1. φράζω οπή ή χαραμάδα με στουπί 2. τοποθετώ στυπόχαρτο σε χειρόγραφο για να απορροφηθεί το μελάνι 3. στουμπώνω, παραγεμίζω … Dictionary of Greek
στούπωμα — και στύπωμα, το, Ν [στουπώνω] 1. το φράξιμο τρύπας με στουπί 2. το στουπί που χρησιμοποιείται για να βουλλώσει κάτι, το βύσμα 3. το να στουπώνει κανείς το χειρόγραφο, να τοποθετεί στυπόχαρτο για να απορροφηθεί το μελάνι … Dictionary of Greek
χαρτί — Λεπτό συμπιεσμένο στρώμα από επάλληλες ύλες κυτταρίνης, που χρησιμοποιείται κυρίως για γράψιμο ή ως υλικό συσκευασίας. Πρώτη ύλη για την κατασκευή του χ. είναι οι ίνες κυτταρίνης, που περιέχονται στα απορρίμματα του βαμβακιού, του λιναριού, του… … Dictionary of Greek
στουμπώνω — στουμπώνω, στούμπωσα, στουμπωμένος βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: στουμπώνω – στουπώνω : τα δύο ρ. έχουν διαφορετικές έννοιες. Το στουμπώνω σημαίνει → γεμίζω υπερβολικά / φράζω, βουλώνω / ταΐζω ή τρώω υπερβολικά. Το στουπώνω σημαίνει → φράζω, βουλώνω με… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής