στυπόχαρτο

στυπόχαρτο
και στουπόχαρτο, το, Ν
απορροφητικό χαρτί κατάλληλο για την απορρόφηση τής μελάνης νωπών χειρογράφων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στυπ(π)-είο / στουπί + χαρτί. Ο τ. στυπόχαρτον μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στυπόχαρτο — το βλ. στουπόχαρτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στουπόχαρτο — στουπόχαρτο, το και στυπόχαρτο, το απορροφητικό χαρτί: Πάτησε τα γράμματα με στυπόχαρτο, για να στεγνώσει το μελάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απορροφητικός — ή, ό 1. ο ικανός ή χρήσιμος για απορρόφηση 2. φρ. «απορροφητικός χάρτης» στυπόχαρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < απορροφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικό Λεξικό των Σχινά Λεβαδέως] …   Dictionary of Greek

  • αστούπωτος — η, ο 1. εκείνος που δεν στουπώθηκε, που δεν έχει φραχθεί με στουπί («βαρέλι αστούπωτο») 2. αυτός που δεν έχει στεγνώσει με στυπόχαρτο …   Dictionary of Greek

  • στουπωτήρι — το, Ν το στυπόχαρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στουπώνω + επίθημα τήρι (πρβλ. σουρω τήρι)] …   Dictionary of Greek

  • στουπόχαρτο — το, Ν βλ. στυπόχαρτο …   Dictionary of Greek

  • στουπώνω — και στυπώνω Ν [στουπί / στυπείο] 1. φράζω οπή ή χαραμάδα με στουπί 2. τοποθετώ στυπόχαρτο σε χειρόγραφο για να απορροφηθεί το μελάνι 3. στουμπώνω, παραγεμίζω …   Dictionary of Greek

  • στούπωμα — και στύπωμα, το, Ν [στουπώνω] 1. το φράξιμο τρύπας με στουπί 2. το στουπί που χρησιμοποιείται για να βουλλώσει κάτι, το βύσμα 3. το να στουπώνει κανείς το χειρόγραφο, να τοποθετεί στυπόχαρτο για να απορροφηθεί το μελάνι …   Dictionary of Greek

  • χαρτί — Λεπτό συμπιεσμένο στρώμα από επάλληλες ύλες κυτταρίνης, που χρησιμοποιείται κυρίως για γράψιμο ή ως υλικό συσκευασίας. Πρώτη ύλη για την κατασκευή του χ. είναι οι ίνες κυτταρίνης, που περιέχονται στα απορρίμματα του βαμβακιού, του λιναριού, του… …   Dictionary of Greek

  • στουμπώνω — στουμπώνω, στούμπωσα, στουμπωμένος βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: στουμπώνω – στουπώνω : τα δύο ρ. έχουν διαφορετικές έννοιες. Το στουμπώνω σημαίνει → γεμίζω υπερβολικά / φράζω, βουλώνω / ταΐζω ή τρώω υπερβολικά. Το στουπώνω σημαίνει → φράζω, βουλώνω με… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”